- ὠρέον
- ὠρέωpres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic)ὠρέωpres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώρεον — τὸ, ΜΑ βλ. ὠρεῑον … Dictionary of Greek
Ὠρεόν — Ὠρεός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρείον — (I) και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ (κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῑον* («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού οὐρεῖον* «φρούριο»]. (II) και ὡρρεῑον, τὸ, ΜΑ βλ. ορρείον … Dictionary of Greek